- παλίντροπος
- παλίντροπος, -ον (ΑΜ)αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομοςαρχ.1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.)2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», Διόδ.)3. αυτός που μεταβάλλει γνώμη εύκολα, ταλαντευόμενος, άστατος4. αυτός που προκαλεί σε κάποιον έξαρση τής φαντασίας5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίντροποντο ευμετάβλητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ετερό-τροπος].
Dictionary of Greek. 2013.